φυγοπονία

φυγοπονία
η, ΝΜΑ [φυγόπονος]
η αποφυγή τών κόπων τής εργασίας, οκνηρία, τεμπελιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυγοπονία — η η αποφυγή των κόπων, η οκνηρία, η τεμπελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυγοπονίας — φυγοπονίᾱς , φυγοπονία aversion to work fem acc pl φυγοπονίᾱς , φυγοπονία aversion to work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοπονίαν — φυγοπονίᾱν , φυγοπονία aversion to work fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεργία — η (Α ἀεργία, ιων. τύπος ίη) [ἀεργός] αποχή από την εργασία λόγω οκνηρίας, τεμπελιά, νωθρότητα, φυγοπονία αρχ. (για αγρούς) το να παραμένει ακαλλιέργητος, χέρσος …   Dictionary of Greek

  • αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… …   Dictionary of Greek

  • κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… …   Dictionary of Greek

  • τεμπελιά — η, Ν [τεμπέλης] οκνηρία, φυγοπονία, νωθρότητα …   Dictionary of Greek

  • ακολουθώ — και ακλουθώ και ακλουθάω ησα, ήθηκα 1. έρχομαι κατόπι: Τον ακολουθούσε όπου πήγαινε. 2. είμαι οπαδός κάποιου: Ακολουθεί τις απόψεις του Φρόιντ. 3. έπομαι ως αποτέλεσμα: Τη φυγοπονία ακολουθεί δυστυχία. 4. συμμορφώνομαι σε κάτι: Ακολουθώ τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”